πλαγιοφυλακή

πλαγιοφυλακή
η воен, боковое охранение, боковой отряд, боковая походная застава

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "πλαγιοφυλακή" в других словарях:

  • πλαγιοφυλακή — η, Ν στρ. μονάδα πεζικού, ή ιππικού παλαιότερα, ή και απόσπασμα, που καλύπτει τα πλευρά, δεξιό και αριστερό, μιας κινούμενης φάλαγγας, με σκοπό την προστασία της από πλευρική εχθρική προσβολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + φυλακή (πρβλ. οπισθο φυλακή) …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοφυλακή — η τμήμα στρατιωτικό στα πλάγια του κύριου όγκου του στρατεύματος που μάχεται ή που πορεύεται: Οι πλαγιοφυλακές της μονάδας επισήμαναν εχθρικές κινήσεις …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πλάγιος — α, ο / πλάγιος, ία, ον, ΝΜΑ, θηλ. και ος Α 1. αυτός που εμφανίζει κλίση σε σχέση με κάποιον ή κάτι άλλο ή αυτός που παρουσιάζει λοξή απόκλιση ή κατεύθυνση, ο πλαγιαστός, ο λοξός (α. «πλάγιο επίπεδο» β. «πλάγι ἐστὶ τἆλλα, τοῡτο δ ὀρθὸν θηρίον»,… …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοφυλάσσω — και πλαγιοφυλάττω και πλαγιοφυλακώ, έω, Ν είμαι πλαγιοφύλακας, μετέχω στην πλαγιοφυλακή. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πλαγιοφυλάσσω < πλάγιος + φυλάσσω, ενώ ο τ. πλαγιοφυλακώ < πλαγιοφύλακας] …   Dictionary of Greek

  • πλαγιοφυλακώ — και πλαγιοφυλάγω μτβ. και αμτβ., μετέχω στην πλαγιοφυλακή, είμαι πλαγιοφύλακας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»